- ὀρνιθογενής
- ὀρνῑθο-γενής, ές,A = ὀρνιθόγονος: τὰ ὀ. the bird kind, Artem.1.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορνιθογενής — ὀρνιθογενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από πτηνό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθογενῆ είδος πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + γενής (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
ὀρνιθογενῆ — ὀρνιθογενής bird kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀρνιθογενής bird kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀρνιθογενής bird kind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek